μποναμάς

μποναμάς
και μπουναμάς και μπουλαμάς, ο
1. πρωτοχρονιάτικο δώρο
2. (γενικά) α) κάθε δώρο
β) φιλοδώρημα
3. μτφ. απρόσμενο κέρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bona mano «καλό χέρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μποναμάς — ο (λ. ιταλ.), δώρο ή χρηματικό ποσό που προσφέρεται την Πρωτοχρονιά: Ο θείος μου μου έδωσε μποναμά 50 ευρώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουλαμάς — ο βλ. μποναμάς …   Dictionary of Greek

  • μπουλουστρήνα — και μπουλιστρίνα, η (Μ μπονεοτρένα) πρωτοχρονιάτικο φιλοδώρημα, μποναμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπονεστρένα < λατ. bonae strenae «πρωτοχρονιάτικο δώρο για την αίσια έκβαση τών οιωνών». Για τον τ. μπουλουστρήνα και μουλιστρίνα πρβλ. γαλλ. belles… …   Dictionary of Greek

  • μπουναμάς — ο βλ. μποναμάς …   Dictionary of Greek

  • αϊβασιλιάτικος — αϊβασιλιάτικος, η, ο και αγιοβασιλιάτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον Αϊ Βασίλη: Αϊβασιλιάτικος μποναμάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”